Μια σημαντική συνέπεια της οικονομικής κρίσης που δεν έχει συνυπολογιστεί μέχρι σήμερα είναι ότι, κάτω από τις συνθήκες «κράτους έκτακτης ανάγκης» που έχουν διαμορφωθεί, μεταβάλλονται οι όροι και οι προϋποθέσεις υλοποίησης των δημόσιων έργων.
Το πρώτο θύμα αυτής της νέας κατάστασης που διαμορφώνεται είναι ότι υποχωρούν οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες μπροστά στον «πραγματισμό» που επιβάλλει την πάση θυσία εκτέλεση έργων. Και εκεί που υπήρχαν ασφαλιστικές δικλίδες για να ακυρωθούν ή έστω να τροποποιηθούν έργα μεγάλης κλίμακας με καταστρεπτικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, τώρα το κριτήριο είναι μόνο αν ένα έργο έχει ενταχθεί σε κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα και μπορεί να προσφέρει στην «απορρόφηση κονδυλίων».
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός μεγάλου έργου που ξεκινά στο οροπέδιο Ομαλού σε περιοχή του Δήμου Ανατολικού Σελίνου του Νομού Χανίων, παρά το γεγονός ότι συναντά την αντίδραση κατοίκων της περιοχής, οικολογικών ομάδων, αλλά και δημόσιων λειτουργών που θεωρούν ότι είναι εντελώς αδικαιολόγητη και καταστροφική η κλίμακα της κατασκευής. Πρόκειται για μια τεράστια λιμνοδεξαμενή, χωρητικότητας 750.000 κυβικών μέτρων μαζί με τις απαραίτητες συνοδευτικές εγκαταστάσεις, με σκοπό την ύδρευση και άρδευση της περιοχής.
Το πρόβλημα είναι ότι η περιοχή του Ομαλού είναι ενταγμένη στο Δίκτυο NATURA 2000 και βρίσκεται εντός των διοικητικών ορίων του Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Λευκών Ορέων. Παράλληλα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της σημαντικότερης φυσικής περιοχής της Κρήτης, του ευρύτερου χώρου του φαραγγιού της Σαμαριάς.
Η υπόθεση ξεκινά από το 1990, όταν υπογράφηκε σύμβαση για τη μελέτη μικρών λιμνοδεξαμενών στους Νομούς Χανίων και Ρεθύμνης. Η μελέτη για τον Ομαλό έγινε σε αντικατάσταση της λιμνοδεξαμενής της Ασής Γωνιάς και η αρχική της χωρητικότητα είχε οριστεί σε 1,5 εκατ. κυβ. μέτρα. Η λιμνοδεξαμενή έχει τελική έκταση περίπου 300 στρέμματα και έχει χωροθετηθεί σε δημοτική έκταση που παραχωρήθηκε από τον Δήμο Ανατολικού Σελίνου.
Η δημοπράτηση του έργου έγινε ήδη στην Αθήνα. Οι κάτοικοι που αντιδρούν προχώρησαν σε ασφαλιστικά μέτρα, περιμένοντας να υπογραφεί από την Περιφέρεια η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη για τα Λευκά Ορη, η οποία δεν επιτρέπει επεμβάσεις τόσο μεγάλης κλίμακας στην περιοχή.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όμως, απέρριψε την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων και το έργο αναμένεται να προχωρήσει.
Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό το σκεπτικό της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τη λιμνοδεξαμενή που εκπονήθηκε από τον ίδιο φορέα που προτίθεται να κατασκευάσει το έργο, σύμφωνα με την Οικολογική Πρωτοβουλία Χανίων «δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη την προστασία του οικοτόπου προτεραιότητας, του Μεσογειακού Εποχικού Τέλματος του Ομαλού». Η Δασική Υπηρεσία είχε ήδη από το 2006 εκφράσει την αντίθεσή της στο μέγεθος του έργου. «Αποψη της Υπηρεσίας μας είναι ότι η ανάπτυξη των γεωργικών δραστηριοτήτων στον Ομαλό θα πρέπει να προσανατολιστεί κυρίως προς την παραγωγή επώνυμων, πιστοποιημένων, κυρίως βιολογικών ή και οικολογικών, υψηλότατης ποιότητας προϊόντων, με τοπικές ποικιλίες και λιγότερο προς την αύξηση των στρεμματικών αποδόσεων των καλλιεργειών με συμβατικές μεθόδους. [...] Η χωρίς θεσμοθετημένο σχεδιασμό εφαρμογή άρδευσης στις γεωργικές εκτάσεις του Ομαλού πιθανότατα θα οδηγήσει στην υιοθέτηση ενός προτύπου εντατικής γεωργίας εκ διαμέτρου αντίθετου με τον χαρακτήρα της ευρύτερης περιοχής, ως του σημαντικότερου φυσικού χώρου της Κρήτης, καθώς και ως παραγωγού υψηλότατης ποιότητας νερού, αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετου με τα συμφέροντα των κατοίκων της περιοχής, καθώς και των ίδιων των καλλιεργητών».
Εξίσου κατηγορηματικό είναι το έγγραφο του Ινστιτούτου Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), το οποίο υπογράφει ο πρόεδρος και διευθυντής του ΕΛΚΕΘΕ, καθηγητής Γεώργιος Χρόνης (αρ.πρ. ΙΕΥ/3318/19/6/2008). Το έγγραφο εντοπίζει «σημαντικά ερωτήματα» που δεν απαντώνται στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου ούτε λαμβάνονται υπόψη στη σχετική έγκριση περιβαλλοντικών όρων: «Καταρχήν δεν τεκμηριώνεται η σκοπιμότητα ενός αρδευτικού κατά βάση έργου, τέτοιου μεγέθους, σε μια ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, προστατευόμενη περιοχή, η οποία μέχρι σήμερα διατηρεί τον φυσικό, παραδοσιακό χαρακτήρα του ορεινού όγκου της Κρήτης (οι κύριες δραστηριότητες είναι η κτηνοτροφία και ο τουρισμός).
Σύμφωνα με τη δυναμική ανάπτυξης που διαμορφώνει το συγκεκριμένο έργο, η περιοχή του οροπεδίου πρόκειται να μετατραπεί σε περιοχή εντατικής γεωργίας (περίπου το 50% της συνολικής έκτασης θα καλυφθεί από καλλιέργειες), γεγονός που θα επιφέρει ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις στο φυσικό τοπίο και άμεση καταστροφή προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών που αναφέρονται στα παραρτήματατης Οδηγίας 92/43/ΕΚ». Το ζήτημα έφτασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με γραπτή ερώτηση που κατέθεσε ο ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Κρίτων Αρσένης στις 29/9/09, λίγες μέρες δηλαδή πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου. Στην ερώτηση, εκτός από όσα αναφέραμε πιο πάνω, επισημαίνεται και η παρέμβαση του προέδρου του Περιφερειακού Τμήματος Δυτικής Κρήτης του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, ο οποίος θεωρεί πιθανό, «χωρίς θεσμοθετημένο σχεδιασμό, η εφαρμογή άρδευσης στις γεωργικές εκτάσεις του Ομαλού να οδηγήσει στην υιοθέτηση ενός προτύπου εντατικής γεωργίας ασύμβατου με τον χαρακτήρα της περιοχής, αφού παραδοσιακά στο οροπέδιο αναπτύσσονταν άνυδρες καλλιέργειες».
Στις 13 Νοεμβρίου εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απάντησε στον κ. Αρσένη ο Σταύρος Δήμας, λέγοντας ότι «η Επιτροπή δεν γνωρίζει τα όσα συγκεκριμένα αναφέρει το αξιότιμο μέλος του Κοινοβουλίου».
Στην αρχή της απάντησής του ο τότε επίτροπος Περιβάλλοντος έριξε το μπαλάκι στην ελληνική κυβέρνηση: «Κατ' εφαρμογήν της αρχής της επικουρικότητας, τα κράτη -μέλη είναι αυτά που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση και εφαρμογή των επιχειρησιακών προγραμμάτων. Ως εκ τούτου, τα ειδικά μέτρα επιλέγονται και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με την ευρωπαϊκή κοινοτική νομοθεσία». Στο κλείσιμο, όμως, της απάντησης ο κ. Δήμας υποσχέθηκε ότι «βάσει των στοιχείων που προσκόμισε το αξιότιμο μέλος του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή θα επικοινωνήσει με τις ελληνικές αρχές προκειμένου να ενημερωθεί πληρέστερα για το συγκεκριμένο έργο».
Ακολούθησε νέος γύρος γνωμοδότησης των ελληνικών υπηρεσιών για τη σκοπιμότητα και την έκταση του έργου.
Στο νέο έγγραφό της που υπογράφεται από τη διευθύντρια Χαρά Καργιολάκη (αρ. πρωτ. 8023/11.12.2009) η Δασική Υπηρεσία επιβεβαιώνει τις ενστάσεις της για τις αρνητικές συνέπειες «ενός έργου τέτοιου μεγέθους» και τις επιπτώσεις του «στη φύση των γεωργικών πρακτικών που ασκούνται στο Οροπέδιο (εντατικοποίηση των γεωργικών καλλιεργειών με πιθανότατη κατάχρηση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων), στους κινδύνους ανάπτυξης εντατικού τουρισμού κατά το πρότυπο των βόρειων παραλιακών περιοχών της Κρήτης, στην κατάληψη και εκχέρσωση σημαντικών για τον πρωτογενή τομέα και τη βιοποικιλότητα εκτάσεων φυσικής βλάστησης σε ιδιαίτερα σημαντικά οικοσυστήματα».
Η Δασική Υπηρεσία προσθέτει ότι «μετρήσεις στα πλαίσια ερευνητικών εργασιών έδειξαν κορεσμό με υγρασία (διαθέσιμη για τα φυτά) του εδαφικού στρώματος στο Οροπέδιο, σε βάθος τουλάχιστον κάτω από τα 50 εκατοστά ώς το τέλος Ιουλίου» και επισημαίνει ότι «η βροχόπτωση στα Λευκά Ορη είναι υψηλότατη».
Η κατάληξη του εγγράφου δεν αφήνει αμφιβολίες: «Η Υπηρεσία μας εμμένει στην άποψη η οποία διατυπώθηκε αρχικά, ότι το μέγεθος και η φιλοσοφία η οποία αιτιολογεί τη σκοπιμότητα κατασκευής μιας λιμνοδεξαμενής τέτοιας χωρητικότητας δεν συνάδει με τους κεντρικούς στόχους διοίκησης και διαχείρισης του Τόπου Κοινοτικής Σημασίας Λευκά Ορη, αλλά και του Οροπεδίου του Ομαλού ειδικότερα, όπως αυτοί απορρέουν από τις ανάγκες εφαρμογής της Οδηγίας 92/43, αλλά και από τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης».
Το τελευταίο, βέβαια, που απασχολεί αυτή τη στιγμή τους κυβερνώντες είναι η «αειφόρος» και η «πράσινη» ανάπτυξη. Η κυβερνητική αδημονία να εκτελούνται πάση θυσία μεγάλα έργα είναι κατανοητή σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης, αλλά μακροπρόθεσμα υπονομεύει τον τόπο και το μέλλον των κατοίκων του. *